ρημάδι

ρημάδι
ρημάδιακό τό
1) развалины; заброшенная постройку, 2) перен. бросовая вещь, старьё; барахло (разг );

μάζεψε τα ρημάδια σου και φύγε — собирай своё барахло и проваливай;

3) пустяк, мелочь, ерунда;
4) ирон. развалюха (о старом доме);

§ πήγαινε στα ρημάδια — катись подальше


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρημάδι" в других словарях:

  • ρημάδι — το, Ν 1. κτήριο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, χάλασμα, ερείπιο 2. (γενικά) α) καθετί το κατεστραμμένο ή εγκαταλελειμμένο ως ανάξιο λόγου («τα ρημάδια τής ζωής») β) καθετί το άχρηστο ή ενοχλητικό («τί τό θέλεις το ρημάδι;») 3. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • ρημάδι — το ιού, και ρημαδιό, το ερείπιο, ανάξιο λόγου: Μάζεψε τα ρημάδια του κι έφυγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερημάδιν — ἐρημάδιν και ὁρμάδι και ρημάδι, τὸ (Μ) 1. έρημος τόπος, ερημιά 2. αυτός που είναι κατεστραμμένος, «ρημάδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημάδ ιον (< ερημάς, άδος). Ο τ. ορμάδι < ερημάδιν με τροπή τού ε σε ο υπό τη φωνητική επίδραση τού ρ και με σίγηοη… …   Dictionary of Greek

  • ρημαδιακός — ή, ό, θηλ. και ιά, Ν 1. ερειπωμένος, εγκαταλελειμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ρημαδιακό το ρημάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημάδι + κατάλ. ακός (πρβλ. σημαδι ακός] …   Dictionary of Greek

  • ρημαδιό — το, Ν 1. ρημάδι 2. τόπος γεμάτος με ερείπια, με χαλάσματα («η πόλη έγινε ρημαδιό από τον σεισμό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημάδι + κατάλ. ιό (πρβλ. προξεν ιό)] …   Dictionary of Greek

  • συνήχηση — η / συνήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνηχῶ] 1. γραμμ. η τυχαία ή σκόπιμη παράταξη λέξεων με ομόηχες συλλαβές, η παρήχηση, όπως λ.χ. ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος [Αλ. Ραγκαβής] ή τυφλός τά τ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ ὄμματ εἶ [Σοφ.] 2. (κυρίως στην αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση …   Dictionary of Greek

  • Ευστρατιάδης, Ευστράτιος — (1872 – 1946). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Διετέλεσε διευθυντής και χρονογράφος της αθηναϊκής εφημερίδας Σκριπ. Έγραψε τα βιβλία Αξέχαστα, Η ζωή που περνά, Αράχνη, Το ρημάδι (βραβείο Ακαδημίας) κ.ά …   Dictionary of Greek

  • ερείπιο — το 1. καθετί το καταστραμένο, αλλ. χάλασμα, ρημάδι, σαράβαλο. 2. στον πληθ., ερείπια λείψανα, απομεινάρια καταστραμμένου κτίσματος. 3. μτφ., για άνθρωπο, ο εξαντλημένος ψυχικά ή σωματικά: Έγινε ερείπιο από την αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρημαδιακός, -ή — ό ερειπωμένος· το ουδ. ως ουσ., ρημαδιακό, το ρημάδι, ερείπιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»